- καναχίζω
- καναχίζωpres subj act 1st sgκαναχίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναχίζω — (Α) [καναχή] 1. αντηχώ, κάνω κρότο 2. αποδίδω τον ήχο, αντιλαλώ, αχολογώ 3. (κατά τον Ησύχ.) «καναχίζει οιμώζει» … Dictionary of Greek
καναχίζει — καναχίζω pres ind mp 2nd sg καναχίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανάχιζε — καναχίζω pres imperat act 2nd sg καναχίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανάχιζον — καναχίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καναχίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχίζειν — καναχίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανάχιζεν — καναχίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαναχίζετο — καναχίζω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκανάχιζε — καναχίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκανάχιζεν — καναχίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… … Dictionary of Greek